- πετροκότσυφας
- και πετροκόσσυφος, ο, Νκοινή ονομασία τού στρουθιόμορφου ωδικού πτηνού Μonticola saxatilis.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κότσυφας / κόσσυφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
λαιός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της αρχαίας Θήβας, εγγονός του Κάδμου, γιος του Λάβδακου και πατέρας του Οιδίποδα. Βλ. λ. Λαβδακίδες. * * * (I) λαιός, ὁ (Α) το πουλί πετροκότσυφας («τούτων ὅμοιος τῷ μέλανι κοττύφῳ ἐστὶ λαιός», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
υπολαΐς — η / ὑπολαΐς, ίδος, ΝΑ, και ὑπολωΐς και ὑποληΐς Α νεοελλ. ζωολ. γένος εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την κοινή γενική ονομασία στριτσίδα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπολαΐς ὄρνις τις τῶν… … Dictionary of Greek